- επιτήδευμα
- το (AM ἐπιτήδευμα) [επιτηδευω]αυτό με το οποίο ασχολείται κανείς, το κύριο βιοποριστικό έργο, η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα (α. «φόρος επιτηδεύματος» β. «εἰς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν», Θουκ.)νεοελλ.συνεκδ. ο φόρος που καταβάλλουν οι επαγγελματίεςμσν.1. ικανότητα, επιτηδειότητα2. ειδικότητα3. πονηρία, τέχνασμα4. συμπεριφορά5. ασχολία6. (για γυναίκα) ακκισμός, νάζιαρχ.1. τρόπος, συμπεριφορά2. συνήθεια3. πληθ. τα μέσα τής ζωής («οἵ οὐκ ἐξ ἐπιθυμίας γεγόνασιν ἀλλ’ ἐξ ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.